Το Δομένικο είναι ένα μικρό χωριό του νομού Λάρισας με μια μακραίωνη ιστορία χιλιάδων χρόνων, παρόλο που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό σαν περιοχή στο ευρύ κοινό.

Έχει μείνει όμως ανεξίτηλο στις μελανές, αλλά ηρωικές σελίδες της ιστορίας ως ένα από τα πολλά μαρτυρικά χωριά της πατρίδας μας μετά την ολοκληρωτική καταστροφή που υπέστη τον Φεβρουάριο του 1943 από τις ιταλικές δυνάμεις κατοχής.

________________________________________

16 Φεβρουαρίου 1943

Όλα ξεκίνησαν με τη διάδοση της είδησης ότι οι Ιταλοί κατακτητές είχαν σκοπό να προχωρήσουν σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις από τη Λάρισα στην περιοχή του Ολύμπου. Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ έστησαν ενέδρα στο δρόμο ανάμεσα στα χωριά Δομένικο και Μυλόγουστα (σημερινό Μεσοχώρι). Το πρωί της 16ης Φεβρουαρίου επιτέθηκαν σε μια ομάδα Ιταλών με έξι αυτοκίνητα και δύο μοτοσικλέτες, που διέσχιζαν το σημείο.

Ένας από τους μοτοσικλετιστές κατάφερε να διαφύγει και να δώσει σήμα για ενισχύσεις, αφού λίγο αργότερα έφτασαν στο σημείο ιταλικά αεροπλάνα και άρχισαν να βομβαρδίζουν τις θέσεις των ανταρτών.

Ως γνώστες της περιοχής οι αντάρτες σκορπίστηκαν στα ορεινά καταφέρνοντας να γλυτώσουν. Μόνο δύο από αυτούς υπήρξαν τραυματίες. Από την άλλη πλευρά όμως, εννέα από τους Ιταλούς έχασαν τη ζωή τους. Αυτή η ήττα ήταν ικανή αφορμή για να πάρουν την εκδίκησή τους από τον τοπικό πληθυσμό…

Λίγο αργότερα, ενισχυμένες ιταλικές δυνάμεις κύκλωσαν το χωριό Δομένικο και άρχισαν την επίθεση. Σκότωσαν εν ψυχρώ τους πρώτους κατοίκους που συνάντησαν στο δρόμο τους. Μεταξύ τους και δύο άρρωστες γυναίκες, που δεν μπορούσαν να βγουν από το σπίτι τους (Κωνσταντινίδου Βαρβάρα και Μπαράκου Κατερίνα). Με διαταγή του αντιστράτηγου Μπενέλι λεηλάτησαν τις αποθήκες τροφίμων και κάποια νοικοκυριά και στη συνέχεια έβαλαν φωτιά, η οποία σύντομα επεκτάθηκε από το πρώτο σπίτι σε ολόκληρο το χωριό.

Το ιστορικό Δομένικο καιγόταν απ’ άκρη σ’ άκρη και οι κάτοικοι με εντολή των Ιταλών συγκεντρώθηκαν στην πλατεία και οδηγήθηκαν στο σημείο “Μαυρίτσα” (όπου είχε διαδραματιστεί νωρίτερα η συμπλοκή Ιταλών και ανταρτών). Εκεί διαχώρισαν τους άντρες, από 14 ετών και πάνω, και οδήγησαν τα γυναικόπαιδα και κάποιους ηλικιωμένους προς το κοντινό χωριό Αμούρι. 

Στη συγκέντρωση των κατοίκων βοήθησε και ο διορισμένος πρόεδρος του χωριού, Νίκος Χώτος, ο οποίος καλούσε τους ανθρώπους να υπακούσουν διαβεβαιώνοντάς τους ότι δεν θα τους πείραζε κανείς. Ο ίδιος δοσίλογος παρέδωσε στους Ιταλούς και τον ονομαστικό κατάλογο των αντρών του χωριού.

Οι Ιταλοί ζήτησαν αρχικά από τους άντρες να κατονομάσουν τους συνεργάτες των ανταρτών και σύντομα προχώρησαν στις πρώτες εκτελέσεις. Πρώτοι “έπεσαν” οι αδερφοί Γεώργιος και Βαγγέλης Ζάγκας. Έκοψαν την καρωτίδα του πρώτου με μαχαίρι και τουφέκισαν τον δεύτερο. Μετά σκότωσαν άλλους 20 από τους συγκεντρωμένους Δομενικιώτες.

Οι άντρες που απέμειναν διατάχθηκε να οδηγηθούν προς το κοντινό Μεσοχώρι μέσω του δημόσιου δρόμου με προορισμό τη Λάρισα για να περάσουν υποτίθεται από ανάκριση. Οι πιο νέοι φορτώθηκαν με τα κλοπιμαία από τα σπίτια του χωριού, ώστε να μην μπορούν εύκολα και να αποδράσουν.

Καθοδόν της πορείας τους οι Ιταλοί σκότωσαν γύρω στους 15 ακόμα ανθρώπους που συνάντησαν τυχαία, περαστικούς από τα γύρω χωριά ή αγρότες που εργαζόντουσαν στα κτήματά τους. Έκαψαν επίσης δεκάδες ακόμα σπίτια της περιοχής (ως και 80, σύμφωνα με πηγές).

Κατάκοποι και γεμάτοι αγωνία οι αιχμάλωτοι Δομενικιώτες έφτασαν κατά το σούρουπο στη θέση “Καυκάκι”. Εκεί, γύρω στις 10:30 το βράδυ, δόθηκε η εντολή από τον αιμοβόρο αντιστράτηγο Μπενέλι να εκτελεστούν όλοι. 

Τους χώριζαν σε ομάδες των επτά ατόμων και με συνοπτικές διαδικασίες τους εκτελούσαν βάφοντας με το αίμα τους το χώμα της τιμημένης τους περιοχής. 135 άντρες εκτελέστηκαν εκείνο το βράδυ και μόλις 6 κατάφεραν να γλυτώσουν από την κτηνωδία. Ο ένας από αυτούς (Πέτρος Κιάτος) κατάφερε να σπρώξει έναν φρουρό και να διαφύγει μέσα από τα πουρνάρια προς το ποτάμι, ενώ άλλοι πέντε (Γιώργος Κιάτος, Ευάγγελος Ντάσιος, Χρήστος Κυπαρρίσης, Βασίλης Ζάγκας και Σωτήρης Δισακόπουλος) γλύτωσαν παραμένοντας κρυμμένοι κάτω από τα πτώματα των εκτελεσθέντων συμπατριωτών τους.

Την τραγικότερη τύχη όλων είχε ο ιερέας του χωριού, ο παπα-Δημήτρης, που προσπαθούσε μέχρι τελευταία στιγμή να πείσει τους Ιταλούς ότι οι συνάνθρωποί του που εκτελούνταν ήταν αθώοι. 

Ένας Ιταλός τον άρπαξε από την γενειάδα προσπαθώντας να του την ξεριζώσει και στη συνέχεια της έβαλε φωτιά. Ο ηρωικός ιερέας καιγόταν ζωντανός, καθώς ο Ιταλός του φώναζε κοροϊδευτικά “Ρήγκα Φεραίο, Ρήγκα Φεραίο”. Στο τέλος τον πέταξε στο έδαφος και τον αποτελείωσε αδειάζοντας πάνω του το πολυβόλο του.

Μετά το τέλος της Σφαγής του Δομένικου οι Ιταλοί κατευθύνθηκαν προς τον Τύρναβο και στο δρόμο τους σκότωσαν περίπου 50 ακόμα άτομα που συνάντησαν.

Ο τελικός απολογισμός του ολοκαυτώματος ξεπέρασε τους 190 νεκρούς, άμαχους κατοίκους, καθώς και εκατοντάδες σπίτια και περιουσίες που έγιναν παρανάλωμα του πυρός. 

“Από παρελθούσης Τρίτης κωμόπολις Δομενίκου δεν υπάρχει.”

Έτσι ξεκινούσε το τηλεγράφημα του Διοικητή της Υποδιεύθυνσης Χωροφυλακής Ελασσόνας, Μοίραρχο Νικόλαο Μπάμπαλη, προς τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό για να ενημερώσει, αλλά και να διαμαρτυρηθεί για το τραγικό ολοκαύτωμα.

“(…) Δομένικον θρήνοι, οδυρμοί και κραυγαί απελπισίας ακούγονται και συγκινητικαί σκηναί εκτυλίσσονται. Απορφανισθείσαι οικογένειαι στερούνται τροφής, στέγης και παντός χρειώδους.”

Και ένα μέρος από την αντίστοιχη επιστολή του προς το Ιταλικό Φρουραρχείο Ελασσόνας:

“Δεν σας είναι βεβαίως άγνωστον ότι τον άμαχον πλυθυσμόν προστατεύουν διεθνείς νόμοι και συνθήκαι τας οποίας, ούτε ετηρήσατε, ούτε εσεβάσθητε, εν αντιθέσει προς ημάς, οι οποίοι, κατά τον μεταξύ μας πόλεμο εν Αλβανία ετηρήσαμεν. Εντούτοις ισχυρίζεσθε ότι είσθε το πλέον πεπολιτισμένον Κράτος της Ευρώπης και όμως παρόμοια κακουργήματα δεν τα διαπράττουν παρά μόνο βάρβαροι”.

______________________________________

Η τακτική των αντίποινων κατά του άμαχου πληθυσμού υπήρξε χαρακτηριστική του ιταλικού στρατού κατοχής στην Ελλάδα, αλλά και στα υπόλοιπα Βαλκάνια, ενώ αντίστοιχα σκηνικά έχει ζήσει ο λαός μας και από τους Γερμανούς κατακτητές.

Οι απόγονοι των θυμάτων προσπαθούν επί χρόνια για μια δικαίωση, μια αναγνώριση των εγκλημάτων από τις χώρες των πρώην κατακτητών. Το ελληνικό κράτος ανακήρυξε το Δομένικο ως Μαρτυρικό Χωριό το 1998. Σαν γεγονός όμως άργησε πολλά χρόνια να βγει στο φως της δημοσιότητας και να αναδειχθεί στα μάτια του ελληνικού, αλλά και του διεθνούς κοινού.

Μόλις το 2009 και μετά από μια μακρά προσπάθεια των Δομενικιωτών με διώξεις ή και προσκλήσεις στις ετήσιες εκδηλώσεις μνήμης, το ιταλικό κράτος έδωσε επιτέλους μια απάντηση. Ο Ιταλός πρέσβης, Τζιανπάολο Σκαράντε, παρευρέθηκε στις εκδηλώσεις μνήμης και μεταξύ άλλων δήλωσε χαρακτηριστικά: “Τίποτα δεν μπορεί να μειώσει τη σημασία και να διαγράψει τα φρικτά γεγονότα που συνέβησαν εδώ και τα οποία θα μείνουν για πάντα ως ανεξίτηλη σελίδα ντροπής στην ιστορία της χώρας μου.”

Με επίσημο έγγραφο της ιταλικής πρεσβείας δόθηκε στη συνέχεια η υπόσχεση να χορηγούνται κάθε χρόνο υποτροφίες σε νέους της περιοχής του Δομένικου, που θέλουν να σπουδάσουν στην Ιταλία. Η υπόσχεση όμως αυτή μέχρι τώρα έμεινε μόνο στα χαρτιά.

Η λίστα με τα ελληνικά ολοκαυτώματα της περιόδου 1940-45 μοιάζει ατελείωτη και οι μαρτυρικοί τόποι της χώρας γεμίζουν ολόκληρα κεφάλαια ματωμένης ιστορίας.

Χιλιάδες άμαχοι άντρες, γυναίκες και παιδιά βρήκαν βίαιο και άδικο θάνατο, ολόκληρες περιοχές λεηλατήθηκαν, πυρπολήθηκαν και καταστράφηκαν ολοσχερώς. Βασανισμοί, ξεριζωμοί, σφαγές, γεγονότα απόλυτης φρίκης και απάνθρωπου παραλογισμού.

Εγκλήματα που δεν παραγράφονται και δεν ξεχνιούνται ποτέ.

Κοινοποιήστε
Άννα-Μαρία Κέκια
Πτυχιούχος Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου με έφεση στην έκφραση μέσω του γραπτού λόγου. Στον τομέα της αρθρογραφίας έχω ασχοληθεί τόσο με γενική ειδησεογραφία, πολιτικά και κοινωνικά θέματα, όσο και με φωτορεπορτάζ, στήλες πολιτισμού, κριτικές δίσκων, αφιερώματα και συνεντεύξεις. Λάτρης της ανεξάρτητης και ερευνητικής δημοσιογραφίας με έμφαση στην ιστορία, την ψυχολογία, την εγκληματολογία και την κοινωνιολογία. Παράλληλη και αγαπημένη απασχόληση η τέχνη της φωτογραφίας.