Η πορεία για τον ορισμό ενός ημερολογίου ακριβείας και ευρείας αποδοχής πέρασε από διάφορα στάδια μέχρι να φτάσουμε στην ιστορική αυτή ημέρα για την χώρα μας. Η καθυστέρηση στον συγχρονισμό της Ελλάδος διήρκεσε κάποιους αιώνες και η διαμάχη ήταν κυρίως θεσμική, με την Καθολική και την Ορθόδοξη εκκλησία να εκφράζουν τις αντιρρήσεις τους επί του θέματος.
Όταν όλες οι άλλες χώρες είχαν ήδη βελτιώσει το μέτρημα των ημερών, εμείς συνεχίζαμε να χρησιμοποιούμε το Ιουλιανό σύστημα το οποίο είχε καθιερωθεί την περίοδο της ακμής του Gaius Iulius Cezar, το 44 π.Χ.
Ακόμα και το Ιουλιανό όμως, προέκυψε και πάλι από την ιερατική αρχή.
Το Ιουλιανό ημερολόγιο
Το ημερολόγιο που χρησιμοποιούσε η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία μέχρι τότε, λόγω της ατελούς μέτρησης, όριζε ότι κάθε δύο χρόνια θα έμπαινε εμβόλιμος ακόμα ένας μήνας, ο Mercedonius. Οι αρχιερείς της Ρώμης, όμως, δεν ακολουθούσαν το ημερολόγιο, γιατί έτσι τους άρεσε και μπορούσαν με την εξουσία που διέθεταν κι αυτό προκαλούσε σύγχυση στον λαό.
Όπως ήταν χαμένοι στο χρόνο οι Ρωμαίοι, ο Iulius Cezar πήρε την κατάσταση στα χέρια του και προσπάθησε να βρει μια λύση με την βοήθεια της επιστήμης. Ζήτησε λοιπόν από τον αστρονόμο Σωσιγένη να βρει ένα νέο σύστημα που να τους βολεύει όλους και να είναι καλύτερο από το προηγούμενο.
Ο Σωσιγένης έκανε τις μετρήσεις του και πρότεινε την προσθήκη 90 ημερών στο ημερολόγιο με σκοπό να εναρμονιστεί η διαδοχή των εποχών. Το νέο αυτό σύστημα έχανε μόλις σε βάθος τετραετίας μόλις ένα 24ωρο. Έτσι, με σκοπό να είναι όσο πιο ακριβές γίνεται, όρισε κάθε 4 χρόνια την 6η Μαρτίου διπλή, δημιουργώντας το δίσεκτο (bis sextus/διπλή έκτη) έτος.
Ο Caesar ενθουσιάστηκε με το σύστημα και ως γνήσιος δικτάτωρ, εκτός από το γεγονός ότι το παρουσίασε ως δικό του, εξού και Ιουλιανό, το έθεσε αμέσως σε εφαρμογή. Έτσι, στο ξημέρωμα της 1ης Μαρτίου του 44 π.Χ. ξεκίνησε ο μήνας Ιανουάριος, μια αλλαγή που ανέτρεψε τα δεδομένα της αυτοκρατορίας του και της ιστορίας γενικότερα.
Το Ιουλιανό ημερολόγιο όριζε τους μήνες με βάση το σύνολο των ημερών. Η επίσημη καθιέρωση της εβδομάδας έγινε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, τον 4ο μ.Χ. αιώνα.
Παρά το γεγονός ότι ήταν προφανώς πολύ καλύτερο από το προηγούμενο, είχε ένα σφάλμα 11 λεπτών ανά έτος, που ενώ αρχικά δεν είχε κάποια επιπλοκή, φτάνοντας στον 16ο αιώνα, το ημερολόγιο έχανε 11 ολόκληρες μέρες και υπήρχε πλέον ο κίνδυνος να προκληθούν και πάλι συγχύσεις.
Την εισήγηση για την ανάγκη αλλαγής την είχε κάνει ο Aloysius Lilius, Ιταλός αστρονόμος και φιλόσοφος, που συνέγραψε την εργασία Compendiuem novae rationis restituendi calendarium (Σύνοψη του νέου σχεδίου για την επανόρθωση του Ημερολογίου) η οποία ωστόσο δεν δημοσιεύτηκε μέχρι τον θάνατό του, το 1576.
Εδώ επενέβη και πάλι η ιερατική αρχή και συγκεκριμένα ο Πάπας Γρηγόριος ο 13ος.
Το Γρηγοριανό ημερολόγιο
Ο Πάπας αφού έμαθε για το έργο του Lilius, απευθύνθηκε σε κάποιους συνεργάτες του και με τη βοήθεια του αστρονόμου Cristoforo Clavio, αποφάσισε να αναδιαμορφώσει το σύστημα μέτρησης του χρόνου καθώς επίσης και την τροποποίηση του σεληνιακού κύκλου που χρησιμοποιούσε η Εκκλησία για τον υπολογισμό του Πάσχα.
Στις 4 Οκτωβρίου 1582 πρόσθεσε 10 ημέρες στον συγκεκριμένο μήνα εκείνου του έτους για να βγει η χασούρα της προηγούμενης περιόδου ενώ με την προσθήκη των ημερών τα δίσεκτα έτη πλέον αφορούν την προσθήκη μιας επιπλέον ημέρας τον Φλεβάρη αντί για μια διπλή τον Μάρτιο. Συν τοις άλλοις, για μεγαλύτερη ακρίβεια, ορίστηκε ότι σε βάθος 4 αιώνων τα δίσεκτα θα είναι τα 97, αντί για 100, με σκοπό να αποφευχθούν άλλες ασυμφωνίες μελλοντικά
Αυτό το νέο σύστημα δεν έγινε άμεσα αποδεκτό από τα άλλα κράτη, παρότι στις ρωμαιοκαθολικές χώρες τέθηκε άμεσα σε εφαρμογή. Αν και ο Πάπας είχε έρθει σε επαφή με εκπροσώπους του Οικουμενικού Πατριαρχείου ώστε να αποδεχθεί και η Ορθόδοξη εκκλησία το νέο ημερολόγιο, η στάση τους ήταν αρνητική, με την αιτιολογία μάλιστα ότι ο Πάπας προσπαθούσε να προσηλυτίσει τους ορθόδοξους.
Πέρασαν γύρω στα 120 χρόνια για να εφαρμοστεί στην Γερμανία, τη Βρετανική Αυτοκρατορία, τη Σουηδία και διάφορες ακόμα χώρες.
Από την πλευρά των Ορθόδοξων Εκκλησιών, χρειάστηκαν 400 χρόνια για να γίνουν εκ νέου συζητήσεις και κινήσεις παρά το γεγονός ότι δεν ευνοούνταν τέτοιες αλλαγές, καθώς επικρατούσε ένας εμπόλεμος αναβρασμός, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει ακόμα παραπάνω η μετάβαση.
Ο συγχρονισμός της Ελλάδος
Στην Ελλάδα, η συζήτηση για την αλλαγή του ημερολογίου ξεκίνησε το 1919, με εισήγηση του αστρονόμου Δημήτριου Αιγινήτη, η οποία διαβιβάστηκε από τον Υπουργό Παιδείας στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Η Ιερά Σύνοδος, μετά από σύσταση επιτροπής μελέτης, πρότεινε αρχικά την δημιουργία ενός νέου ημερολογίου αλλά αποφάνθηκε ότι η μεταβολή δεν ήταν εφικτό να γίνει πριν να το ορίσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο και επομένως θα συνέχιζε να χρησιμοποιεί το Ιουλιανό ημερολόγιο.
Εντούτοις, έδωσε τη συγκατάθεσή της στην κυβέρνηση και την πολιτεία για την εφαρμογή του Γρηγοριανού, για πολιτική χρήση και μόνο.
Η συζήτηση επί του θέματος όμως μπήκε στον πάγο, λόγω της μικρασιατικής εκστρατείας, μέχρι τον Ιανουάριο του 1923, οπόταν η κυβέρνηση διόρισε νέα επιτροπή για την αποδοχή του Γρηγοριανού Ημερολογίου. Η πρόταση της επιτροπής ήταν να ακολουθηθεί αυτό που είχε ορίσει η Εκκλησία το 1919 και με βασιλικό διάταγμα του Γεωργίου Β’ ορίστηκε ως έναρξη του Γρηγοριανού Ημερολογίου η 16η Φεβρουαρίου του ίδιου έτους.
Το συγκεκριμένο βασιλικό διάταγμα δεν έχει αντικατασταθεί με νεότερο και είναι ακόμη σε ισχύ.
Λόγω της διαφοράς 13 ημερών ανάμεσα στα ημερολόγια, η 16η Φεβρουαρίου μετατράπηκε σε 1η Μαρτίου, δημιουργώντας ένα κενό στην ιστορία και τα γραφόμενα αφού οι ημερομηνίες 17-28 Φεβρουαρίου 1923, “δεν υπήρξαν” ποτέ.
Στην θεωρία η διαφορά πολιτικού και θρησκευτικού ημερολογίου φαινόταν ωραία ως ιδέα στην πράξη όμως δημιουργήθηκε πρόβλημα καθώς την 25η Μαρτίου θα εορταζόταν ξεχωριστά ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου από τη γιορτή της Εθνεγερσίας!
Η ένωση των 2 εορτών είχε οριστεί από την Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου για να τονιστεί η σύμπνοια έθνους και εκκλησίας κι επομένως ο διαχωρισμός τους ήταν μεγάλο ταμπού.
Προκειμένου να μην διαχωριστούν, ομάδες κληρικών και λαϊκών αντιδρούν στην εισαγωγή του νέου ημερολογίου, ως προδοσία έναντι της ορθόδοξης παράδοσης και ένδειξη υποταγής στις καθολικές ιδέες. Ως είθισται όμως, οι αντιδρώντες έγιναν κι αυτοί από 2 χωριά προχωρώντας σε υποομάδες γνήσιων και μη Ορθόδοξων Χριστιανών.
Αυτό το γεγονός κλόνισε την Εκκλησία της Ελλάδος η οποία υποχώρησε εντέλει στην απόφαση της κυβέρνησης και αποφάσισε να ακολουθήσει κι εκείνη το Γρηγοριανό Ημερολόγιο, με εξαίρεση το Πάσχα που ακολουθεί το αναθεωρημένο Ιουλιανό ημερολόγιο, όπως αυτό ορίστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο έναν χρόνο μετά.
Οι παλαιοημερολογίτες
Από τις υποομάδες που δημιουργήθηκαν κατά την αντίδραση για την εφαρμογή του Γρηγοριανού ημερολογίου στην Ελλάδα, αναδύθηκε μια ακόμα κατηγορία πιστών που αποκαλούνται παλαιοημερολογίτες και δεν θεωρούνται ετερόδοξοι.
Η διαφορά τους έγκειται στο γεγονός ότι μαζί με τα μοναστήρια του Αγίου Όρους και τις Ορθόδοξες Εκκλησίες της Ρωσίας, της Σερβίας, της Ιερουσαλήμ, ως μη αποδεχόμενοι το Αναθεωρημένο Ιουλιανό Ημερολόγιο, θα γιορτάζουν τη γέννηση του Χριστού στις 25 Δεκεμβρίου με το Ιουλιανό Ημερολόγιο (7 Ιανουαρίου του Γρηγοριανού) μέχρι το 2100.
Εν αντιθέσει με τους υπόλοιπους ορθόδοξους, που με βάση το Αναθεωρημένο Ιουλιανό Ημερολόγιο θα τη γιορτάζουν την ίδια ημέρα έως το 2800.
Η σταδιακή αλλαγή του ημερολογίου από χώρα σε χώρα, ήταν και είναι ο εφιάλτης του ιστορικού αφού πολλά γεγονότα που συνέβησαν το ίδιο διάστημα δεν έχουν χρονολογηθεί το ίδιο, με αποτέλεσμα οι μελέτες να μην μπορούν να καταλήξουν σε σαφή συμπεράσματα.
Το πιο ακραίο φαινόμενο συνέβη στη Σουηδία η οποία παλινδρόμησε μεταξύ των δυο ημερολογίων 2 φορές, δημιουργώντας ένα ιστορικό χάος.
Παρόλα αυτά η Ελλάδα ήταν η τελευταία ευρωπαϊκή χώρα που υιοθέτησε το Γρηγοριανό ημερολόγιο, δημιουργώντας ένα χάσμα 13 ημερών στην δική της ιστορία και μια μικρή ασυμφωνία σε σύγκριση με τις άλλες χώρες.